Της Σοφίας Τουντούρη
«Ο Νίκος δεν είναι καλά, αλλά το παλεύει» έλεγαν τον τελευταίο χρόνο οι κοντινοί του φίλοι. Ο Νίκος δεν ήταν καλά για πολύ καιρό, αφού «πάλευε» με τον καρκίνο για πολλούς μήνες, έκανε χημειοθεραπείες και επέστρεφε στο σπίτι του, που πιο πολύ έμοιαζε με κτήμα, κάπου μεταξύ Πανοράματος και Θέρμης. Την περασμένη Κυριακή έχασε τη μάχη –ίσως ήταν και η μόνη που έχασε– σε ηλικία 63 ετών. Με τα τραγούδια του ταυτίστηκε μια ολόκληρη γενιά και θα ταυτιστούν κι αυτές που ακολουθούν, αφού έμαθαν σε όλους πώς να ξορκίζουν τη μοναξιά. Γνήσιος Σαλονικιός, δεν απαρνήθηκε ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ίσως μόνο για λίγο τα καλοκαίρια, που ταξίδευε στη Νίσυρο για τις διακοπές του. Δεν άφησε ποτέ του τη Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν οι φίλοι του, η οικογένειά του, το Αγροτικό, το στούντιο που έφτιαξε ο ίδιος, από το οποίο πέρασαν Ζερβουδάκης, Παπακωνσταντίνου, Κανά, Μάλαμας, και στο οποίο γράφτηκαν δίσκοι που άφησαν εποχή, όπως η «Εκδίκηση της Γυφτιάς». Ο Νίκος Παπάζογλου για τη Θεσσαλονίκη και το κοινό της ήταν σημείο αναφοράς, ισχυρός εκπρόσωπος της μουσικής της και αναμορφωτής του λαϊκού και έντεχνου τραγουδιού. «Λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που βασίζεται σε έναν καλό στίχο» είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του, κάτι το οποίο ίσως ήταν ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης που κατάφερε σε τόσο μεγάλο βαθμό, αφού οι στίχοι που έγραψε και ερμήνευσε έγιναν συνθήματα. Τα τραγούδια του μιλούν στις καρδιές όλων – με χαρακτηριστικότερο και ίσως γνωστότερο τον «Αύγουστο». «Το έγραψα για την κόρη μου και για μια γυναίκα που γνώρισα. Ήθελα να ψάλλω την ωραιότητα εκείνης της γυναίκας» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο παρελθόν. Ο Ινδιάνος της ελληνικής μουσικής σκηνής, όπως τον αποκαλούσαν πολλοί, εξαιτίας του κόκκινου φουλαριού που είχε δεμένο γύρω από το λαιμό του σε κάθε του συναυλία, δεν αποχωριζόταν ποτέ το μπλε του πουκάμισο. Η γυναίκα του, μάλιστα, έλεγε χαριτολογώντας ότι τα ίδια πουκάμισα φορούσαν οι φυλακισμένοι στο Μεξικό και τότε ο ίδιος της απαντούσε: «Ούτως ή άλλως φυλακισμένοι είμαστε κι εμείς». Το βέβαιο είναι ότι ο Παπάζογλου βγήκε από τη φυλακή και άφησε πίσω του παρακαταθήκη τα τραγούδια του. Άφησε πίσω όλους εμάς και τις καρδιές μας «να ραγίζουν με το μπαγλαμαδάκι», το οποίο –δυστυχώς– δεν θα ξανακούσουμε ζωντανά.
Μια ζωή έζησε καλλιτεχνικά με τον Μανώλη Ρασούλη. Συνεργάτες, μα πιο πολύ φίλοι, δεν άντεξαν ούτε λίγες εβδομάδες χώρια. Έφυγαν μαζί, με μόνο σαράντα μέρες διαφορά. Ούτε ο θάνατος δεν μπόρεσε να τους χωρίσει. Από κάπου ψηλά, ο ένας με τη ροκιά του κι ο άλλος με το μπαγλαμαδάκι του, θα μας κοιτούν ρίχνοντας και για μας καμιά πενιά. Καλό ταξίδι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Free Sunday στις 22/4/2011
Νίκος Παπάζογλου |
«Ο Νίκος δεν είναι καλά, αλλά το παλεύει» έλεγαν τον τελευταίο χρόνο οι κοντινοί του φίλοι. Ο Νίκος δεν ήταν καλά για πολύ καιρό, αφού «πάλευε» με τον καρκίνο για πολλούς μήνες, έκανε χημειοθεραπείες και επέστρεφε στο σπίτι του, που πιο πολύ έμοιαζε με κτήμα, κάπου μεταξύ Πανοράματος και Θέρμης. Την περασμένη Κυριακή έχασε τη μάχη –ίσως ήταν και η μόνη που έχασε– σε ηλικία 63 ετών. Με τα τραγούδια του ταυτίστηκε μια ολόκληρη γενιά και θα ταυτιστούν κι αυτές που ακολουθούν, αφού έμαθαν σε όλους πώς να ξορκίζουν τη μοναξιά. Γνήσιος Σαλονικιός, δεν απαρνήθηκε ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ίσως μόνο για λίγο τα καλοκαίρια, που ταξίδευε στη Νίσυρο για τις διακοπές του. Δεν άφησε ποτέ του τη Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν οι φίλοι του, η οικογένειά του, το Αγροτικό, το στούντιο που έφτιαξε ο ίδιος, από το οποίο πέρασαν Ζερβουδάκης, Παπακωνσταντίνου, Κανά, Μάλαμας, και στο οποίο γράφτηκαν δίσκοι που άφησαν εποχή, όπως η «Εκδίκηση της Γυφτιάς». Ο Νίκος Παπάζογλου για τη Θεσσαλονίκη και το κοινό της ήταν σημείο αναφοράς, ισχυρός εκπρόσωπος της μουσικής της και αναμορφωτής του λαϊκού και έντεχνου τραγουδιού. «Λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που βασίζεται σε έναν καλό στίχο» είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του, κάτι το οποίο ίσως ήταν ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης που κατάφερε σε τόσο μεγάλο βαθμό, αφού οι στίχοι που έγραψε και ερμήνευσε έγιναν συνθήματα. Τα τραγούδια του μιλούν στις καρδιές όλων – με χαρακτηριστικότερο και ίσως γνωστότερο τον «Αύγουστο». «Το έγραψα για την κόρη μου και για μια γυναίκα που γνώρισα. Ήθελα να ψάλλω την ωραιότητα εκείνης της γυναίκας» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο παρελθόν. Ο Ινδιάνος της ελληνικής μουσικής σκηνής, όπως τον αποκαλούσαν πολλοί, εξαιτίας του κόκκινου φουλαριού που είχε δεμένο γύρω από το λαιμό του σε κάθε του συναυλία, δεν αποχωριζόταν ποτέ το μπλε του πουκάμισο. Η γυναίκα του, μάλιστα, έλεγε χαριτολογώντας ότι τα ίδια πουκάμισα φορούσαν οι φυλακισμένοι στο Μεξικό και τότε ο ίδιος της απαντούσε: «Ούτως ή άλλως φυλακισμένοι είμαστε κι εμείς». Το βέβαιο είναι ότι ο Παπάζογλου βγήκε από τη φυλακή και άφησε πίσω του παρακαταθήκη τα τραγούδια του. Άφησε πίσω όλους εμάς και τις καρδιές μας «να ραγίζουν με το μπαγλαμαδάκι», το οποίο –δυστυχώς– δεν θα ξανακούσουμε ζωντανά.
Μια ζωή έζησε καλλιτεχνικά με τον Μανώλη Ρασούλη. Συνεργάτες, μα πιο πολύ φίλοι, δεν άντεξαν ούτε λίγες εβδομάδες χώρια. Έφυγαν μαζί, με μόνο σαράντα μέρες διαφορά. Ούτε ο θάνατος δεν μπόρεσε να τους χωρίσει. Από κάπου ψηλά, ο ένας με τη ροκιά του κι ο άλλος με το μπαγλαμαδάκι του, θα μας κοιτούν ρίχνοντας και για μας καμιά πενιά. Καλό ταξίδι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Free Sunday στις 22/4/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου